- μπολσεβίκος
- ο, θηλ. μπολσεβίκα1. οπαδός τού μπολσεβικισμού2. μτφ. αυτός που θεωρεί την επανάσταση ως τη μόνη δυνατή διαδικασία για την αλλαγή μιας κοινωνίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. bolsevik].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπολσεβίκος — ο (λ. ρωσ.), ο κομουνιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπολσεβικικός — ή, ό και μπολσεβίκικος, η, ο [μπολσεβίκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μπολσεβικισμό ή στους μπολσεβίκους … Dictionary of Greek
μπολσεβικισμός — Θεωρία και διδασκαλία της πλειοψηφίας της αριστερής πτέρυγας του ρωσικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ο μ. πήρε την υλική του υπόσταση στο προλεταριακό κόμμα νέου τύπου, που ίδρυσε ο B.I. Λένιν. Ουσιαστικά άρχισε να διαμορφώνεται το 1903, τότε… … Dictionary of Greek
Τουκατσέφσκι, Μιχαήλ — (1895 – ;). Ρώσος μπολσεβίκος στρατηγός. Ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, πήρε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο ως αξιωματικός και λίγο πριν από την κατάρρευση του ρωσικού μετώπου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και κλείστηκε στο φρούριο της… … Dictionary of Greek